Ὅταν παλιὰ κάποιος ἤθελε νὰ κάνει πόλεμο, τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ φρόντιζε, ἦταν, νὰ ἀποκλείση τὸν ἐχθρό του, ἀπὸ κάθε τί, πού του ἦταν ἀναγκαῖο. Ξυλεία, τρόφιμα, νερό, ἦταν πάντα ὁ πρῶτος στόχος, πρὶν ξεκινήσει ἕνας πόλεμος. Ἡ ξυλεία, γιατί ἐκτὸς ἀπὸ ὑλικὸ κατασκευῶν, ἦταν καὶ ἡ μόνη πηγὴ ἐνέργειας, καὶ βέβαια νερὸ καὶ τρόφιμα γιὰ προφανεῖς λόγους. Μὲ τὸν ἀποκλεισμὸ αὐτό, ὁ ἐπιτιθέμενος φρόντιζε νὰ δυσκολέψη τὴ ζωὴ τοῦ ἀντιπάλου, ἢ καὶ νὰ τὸν ἐξαθλιώση, ὥστε νὰ εἶναι εὐκολότερο νὰ τὸν καταβάλη.
Παράλληλα, φρόντιζε νὰ ἐνσπείρη ἔριδες, στὸν ἀντίπαλο, γιὰ νὰ τὸν διασπάση. Νὰ τὸν χωρίση, σὲ πολλές, μικρὲς ,φανατικὲς σέχτες, οἱ ὁποῖες θὰ ἀδιαφοροῦν, ἢ καὶ θὰ ἐχθρεύονται ἡ μιὰ τὴν ἄλλη.
Σὲ ἀντίστοιχη θέση, βρίσκεται σήμερα ἡ ἀνθρωπότητα. Κάποιοι, ἐσκεμμένα, ἀποκλείουν τοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τὴν ἐνέργεια, τὰ τρόφιμα καὶ τὸ νερό. Τὸ πετρέλαιο, τὸ ἀέριο, τὸ ρεῦμα, συνεχῶς ἀκριβαίνουν, ὄχι μόνο, κάνοντας τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων δύσκολη, ἀλλὰ καὶ προμηνύοντας ἕνα ἀκόμα χειρότερο μέλλον. Τὰ τρόφιμα καὶ τὸ νερὸ ἀκριβαίνουν διαρκῶς, ἐπίσης, καὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ δὲν ἔχει δοθεῖ μιὰ πειστικὴ δικαιολογία. Ἀντίθετα, ἐξαπολύονται διαρκῶς ἀπειλές, ὅτι θὰ πεινάσουμε, θὰ διψάσουμε θὰ κρυώσουμε, (ἢ θὰ ψηθοῦμε), καὶ γενικὰ ὅτι θὰ ξεμείνουμε. Οἱ δικαιολογίες ποὺ δίνονται, εἶναι σὲ δυὸ κατευθύνσεις. Ἡ μιὰ εἶναι γιὰ τοὺς βλάκες ποὺ νομίζουν, ὅτι σταθήκαμε ἄτυχοι, ἢ ἄμυαλοι, καὶ τώρα ξεμένουμε, καὶ ἡ δεύτερη, γιὰ τοὺς βλάκες ποὺ πιστεύουν, ὅτι εἶναι θέμα κερδοσκοπίας.
Ἂν σταθήκαμε ἄμυαλοι καὶ σπαταλήσαμε τὴν ἐνέργειά μας, μποροῦμε τώρα νὰ σταματήσουμε τὴ σπατάλη χωρὶς –πρακτικά- καμία ἀπώλεια. Δὲν θὰ πάθουμε κάτι, ἂν σβήσουμε, τὰ κακόγουστα, διακοσμητικὰ φῶτα τῶν κτηρίων, μὲ τὰ ὁποία ἐξευτελίζεται, κάθε ἔννοια ἀρχιτεκτονικῆς, οὔτε ἐὰν σβήνουν τὰ φῶτα τῶν δρόμων, τὴν ἡμέρα, ποῦ πολλὲς φορὲς μένουν ἀναμμένα. Μόνο καὶ μόνο αὐτὰ εἶναι ΠΟΛΛΑ κιλοβάτ, πεταμένης ἐνέργειας. Τὰ δὲ τρόφιμα θὰ μποροῦσαν νὰ μὴν πετιοῦνται στὶς χωματερές, ἀλλὰ νὰ διανέμονται κανονικά. Καὶ οἱ παραγωγοὶ θὰ μποροῦσαν νὰ παράγουν ὅσο αὐτοὶ κρίνουν σκόπιμο, ὄπως γινόταν ἐδῶ καὶ χιλιετίες, καὶ ὄχι ὅσο τοὺς ὑποχρεώνουν μὲ διάφορες ὁδηγίες. Γιὰ τὸ νερὸ ἃς μὴν μιλήσω, μιᾶς καὶ ὅλοι, εἴδαμε νὰ βρέχει πολύ, γιὰ ἀρκετοὺς μῆνες, (στὴν Ἑλλάδα μέχρι τὶς ἀρχὲς Ἀπριλίου) καὶ νὰ πλημμυρίζουν πόλεις καὶ χωριά, καὶ δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω, ὅτι ἔβρεχε παντοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ταμιευτῆρες, στοὺς ὁποίους παρεμπιπτόντως, φυσιολογικά, καταλήγουν τὰ νερά.
Οὔτε θέμα κερδοσκοπίας πιστεύω πῶς εἶναι. Οἱ κερδοσκόποι, εἶναι ἀπλῶς τὰ τσοπανόσκυλα, ποὺ κατευθύνουν τὸ κοπάδι. Ὅποιος μαζεύει τὰ λεφτά, κάτι πρέπει νὰ τὰ κάνει. Ἂν ἀπλῶς τὰ συσσωρεύη, τότε ἀπλῶς τὰ στερεῖ ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους. Οἱ λίγοι ποὺ τὰ μαζεύουν, ἔχουν τόσα, ποὺ δὲν γίνεται νὰ τὰ ξοδέψουν ὅλα. Πάρτε παράδειγμα τὴν οἰκογένεια Ὠνάση, ἢ τοὺς Ροκφέλερ κ.λ.π. Ὅσοι τὰ ‘χοῦν λοιπόν, φροντίζουν μόνο νὰ ταΐζουν, μερικοὺς πεινασμένους, γιὰ νὰ τοὺς ἔχουν ὑποτακτικούς. Καὶ βέβαια, οἱ ἴδιοι δὲν κινδυνεύουν νὰ ξεμείνουν ἀπὸ χρήματα ποτέ, ἀφοῦ τὰ ἔχουν μαζέψει ὅλα, και θα συνεχίσουν να τα μαζεύουν.
Εὔλογα λοιπόν, θὰ ἀναρωτηθεῖ κανείς, «γιατί ὅλα αὐτά, τότε;». Ἡ ἐξουσία, εἶναι κάποιο εἶδος διαστροφῆς, ποῦ ἔχει τὴ ρίζα του, στὸ πρωτόγονο ἔνστικτό της ἐπιβίωσης. Ἐὰν ἐπικρατῆς, τότε σίγουρα δὲν κινδυνεύεις. Ὅσο ἰσχυρότερος εἶναι κάποιος, τόσο ἀσφαλέστερος νοιώθει. Βέβαια, ἡ τωρινὴ ἐκτροπή, εἶναι ἔξω ἀπὸ κάθε μέτρο, καὶ αὐτὸ δημιουργεῖ ἀκόμα ἕνα ζήτημα. Γιὰ ποιὸ λόγο, νὰ θέλει κάποιος, νὰ εἶναι τόσο ἰσχυρός. Νὰ θέλει δηλαδή, ὄχι μόνον, νὰ εἶναι τὸ ἀφεντικό, ἀλλὰ πραγματικά, νὰ συνθλίψει, τοὺς ἴδιους τους ὑπηκόους του. Αὐτὸ ποὺ ζοῦμε, εἶναι ἕνα εἶδος ἐξόντωσης τῶν ἀνθρώπων. Μιὰ ἐξόντωση, ποὺ γίνεται, εἴτε ἄμεσα, μὲ πολέμους, σφαγὲς κ.λ.π., εἴτε ἔμμεσα, μέσω τοῦ ὑποβιβασμοῦ τῆς ποιότητας τῆς ζωῆς, μὲ κάθε μέσο, ποῦ δὲν εἶναι τοῦ παρόντος νὰ ἀναφερθῆ. Μπορεῖ νὰ φαίνεται σκληρό, ἢ ἄσκοπο, πρακτικὰ ὅμως ἐφαρμόζεται, καὶ μάλιστα στὴ γειτονιά μας. Ἃς δή, ὅποιος ἀμφιβάλλει, τί γίνεται στὴν Παλαιστίνη, κι ἅς μας ἐξηγήσει, ποιὰ ζωτικὴ ἀνάγκη, ἔχουν οἱ Ἑβραῖοι, νὰ εἶναι τόσο κτηνώδεις μὲ τοὺς Παλαιστινίους. Μιὰ χώρα, μὲ τέτοια πρόοδο, τεχνολογικὴ ἀλλὰ καὶ πολιτισμική, ποῦ ἤδη, μπορεῖ, νὰ θρέψη τοὺς κατοίκους της, γιατί νὰ δαπανᾶ τεράστια χρηματικὰ ποσά, συντηρώντας ἕναν ἄσκοπο πόλεμο, ἐνῶ μπορεῖ μὲ λιγότερα, νὰ δημιουργήση εὐημερία γιὰ ὅλους; Ἡ δικαιολογία τοῦ φανατισμοῦ, δὲν εὐσταθεῖ, γιατί ὅποιος περνάει καλά, τὸ καταλαβαίνει, καὶ δὲν θέλει νὰ τὸ χάση, καὶ κανεὶς δὲν δαγκώνει τὸ χέρι ποὺ τὸν ταΐζει, παρὰ μόνον αὐτὸ ποὺ τὸν δέρνει.
Ἀσφαλῶς, ὁ χῶρος ἑνὸς τέτοιου κειμένου, δὲν ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ ἀναλυθοῦν, καὶ νὰ ἐπεξηγηθοῦν ἀρκετά, τὰ παραπάνω. Εἶναι μόνο, μιὰ καλὴ εὐκαιρία γιὰ νὰ προβληματιστεῖ κανείς. Τὸ σίγουρο εἶναι, ὅτι πολλὰ συμβαίνουν «μαζεμένα» τὸν τελευταῖο καιρό, καὶ εἶναι μᾶλλον ἀφελές, νὰ τὰ θεωροῦμε τυχαία. Τὸ ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε, μὲ σιγουριά, τί βρίσκεται πίσω ἀπ’ ὅλα αὐτά, δὲν ἀναιρεῖ καὶ τὴν ὕπαρξή τους. Ὄπως, ὅταν παίζαμε «μπίζ» παιδιά, τὸ ὅτι δὲν βρίσκαμε, ποιὸς ἔριξε τὴ σφαλιάρα, δὲν ἀναιροῦσε τὸ γεγονὸς ὅτι τὴ φάγαμε.
Καλὴ μαντεψιά.
Ἁνδρὸ 26/04/08